σεβασμός

σεβασμός
ο, ΝΑ [σεβάζομαι]
το να σέβεται κανείς κάποιον, να τόν υπολήπτεται και να τόν τιμά, σέβας (α. «σεβασμός προς τους γονείς» β. «τὸν περὶ τῶν θεῶν σεβασμόν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. τήρηση (α. «σεβασμός τών συμφωνιών» β. «σεβασμός τής εκεχειρίας»)
2. φρ. «τρέφω σεβασμό για κάποιον» — σέβομαι κάποιον, τόν έχω σε υπόληψη («τρέφει μεγάλο σεβασμό στους ανωτέρους του»)
αρχ.
1. το αντικείμενο τού σεβασμού
2. ιεροτελεστία, λατρευτικό τυπικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Σεβασμός — of majesty masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σεβασμός — ο 1. βαθιά εκτίμηση προς ανωτέρους: Εμπνέω σεβασμό. – Τρέφει σεβασμό προς τους δασκάλους του. – Περιβάλλω με σεβασμό αυτόν τον άνθρωπο. 2. υπακοή: Σεβασμός προς τους νόμους. 3. ευλαβής τήρηση: Σεβασμός των παραδόσεων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σεβασμοῖς — Σεβασμός of majesty masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεβασμοῦ — Σεβασμός of majesty masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεβασμούς — Σεβασμός of majesty masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεβασμῶν — Σεβασμός of majesty masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεβασμῷ — Σεβασμός of majesty masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σεβασμόν — Σεβασμός of majesty masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… …   Dictionary of Greek

  • ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”