Σεβασμός — of majesty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεβασμός — ο 1. βαθιά εκτίμηση προς ανωτέρους: Εμπνέω σεβασμό. – Τρέφει σεβασμό προς τους δασκάλους του. – Περιβάλλω με σεβασμό αυτόν τον άνθρωπο. 2. υπακοή: Σεβασμός προς τους νόμους. 3. ευλαβής τήρηση: Σεβασμός των παραδόσεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Σεβασμοῖς — Σεβασμός of majesty masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμοῦ — Σεβασμός of majesty masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμούς — Σεβασμός of majesty masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμῶν — Σεβασμός of majesty masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμῷ — Σεβασμός of majesty masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σεβασμόν — Σεβασμός of majesty masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέος — το (AM δέος, Α και δεῑος) 1. φόβος, ανησυχία για το κακό που φαίνεται να πλησιάζει 2. φρ. «τὸ ἀντίπαλον δέος» ο φόβος ότι ο αντίπαλος είναι εξίσου ισχυρός (και επομένως αβέβαιη η έκβαση τού ανταγωνισμού) αρχ. 1. η αιτία τού φόβου («οὔ τοι ἔπι… … Dictionary of Greek
ευλάβεια — η (ΑΜ εὐλάβεια, Α ιων. τ. εὐλαβίη) [ευλαβής] 1. το ήθος και ο τρόπος τού ευλαβούς, ο σεβασμός, η ευσέβεια προς τα θεία, η θεοσέβεια (α. «τὴν περὶ τὸ θεῑον εὐλάβειαν ἐπιχλευάσας», Πλούτ. β. «ἐκανε μ ευλάβεια το σταυρό του») 2. ο φόβος, το δέος… … Dictionary of Greek